- κνώδακας
- ο (Α κνώδαξ, -ακος)νεοελλ.(μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντροαρχ.1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου άποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται», Γαλ.)2. το κοίλωμα πάνω στο οποίο περιστρέφεται ο άξονας μηχανής3. (κατά τον Ησύχ.) α) εργαλείο τών χρυσοχόωνβ) στον πληθ. οι κνώδακεςασκός φυσητήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος που ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. κνωδ(ο)- με το κνώδαλον*. Η κατάλ. -αξ αποτελεί ένδειξη για δωρ. προέλευση τού όρου. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από *κνα-οδαξ (< θ. κνα-τής ίδιας οικογένειας, πρβλ. κνῶ, + ὀδάξ, επίρρ. από συμφυρμό τών ὀδούς και δάκνω με την κατάλ. -αξ, κατά τα λάξ, ἅπαξ, και με σημ. «διά τών οδόντων»).ΠΑΡ. αρχ. κνωδακίζω, κνωδάκιον.ΣΥΝΘ. αρχ. κνωδακοφύλαξνεοελλ.κνωδακοφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.